- χαμαιτυπεῖον
- χᾰμαιτῠπ-εῖον, τό,A brothel, Phld.Rh.2.281S., Ph.2.228, Luc.DMort. 10.11, Nigr.22, Jul.Or.6.186d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαιτυπεῖον — brothel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτυπεῖα — χαμαιτυπεῖον brothel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτυπείο — το / χαμαιτυπεῑον, ΝΜΑ [χαμαιτύπη] οίκος ανοχής, μπορντέλο νεοελλ. συνεκδ. κάθε κακόφημο κέντρο … Dictionary of Greek
χαμαιτυπείοις — χαμαιτυπεί̱οις , χαμαιτυπεῖον brothel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτυπείου — χαμαιτυπεί̱ου , χαμαιτυπεῖον brothel neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτυπείων — χαμαιτυπεί̱ων , χαμαιτυπεῖον brothel neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιτυπείῳ — χαμαιτυπεί̱ῳ , χαμαιτυπεῖον brothel neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)